ἐξέπνευσε

ἐξέπνευσε
ἐκπνέω
breathe out
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεκαφηώς — (Α) (επικ. τ. μτχ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) 1. (στον Όμ., μόνο σε φρ.) «κεκαφηότα θυμόν» την εξασθενημένη, την εξαντλημένη, την εκπνέουσα ψυχή 2. (σε μτγν ποιητές) (αμτβ.) εξαντλημένος, εξασθενημένος («δέμας κεκαφηός λιμῷ» σώμα εξαντλημένο από την… …   Dictionary of Greek

  • εκπνέω — εξέπνευσα 1. μτβ., βγάζω κάτι με την πνοή, αποπνέω: Εκπνέει δυσοσμία. 2. αμτβ., αναπνέω για τελευταία φορά, πεθαίνω, ξεψυχώ: Εξέπνευσε ο τραυματίας. 3. μτφ., λήγω, τελειώνω, τερματίζομαι: Αύριο εκπνέει η προθεσμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξέπνευσ' — ἐξέπνευσα , ἐκπνέω breathe out aor ind act 1st sg ἐξέπνευσε , ἐκπνέω breathe out aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”